στοχάσῃ

στοχάσῃ
στοχάσηι , στόχασις
fem dat sg (epic)
στοχάζομαι
aim
aor subj mp 2nd sg
στοχάζομαι
aim
fut ind mp 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στόχαση — η / στόχασις, άσεως ΝΑ [στοχάζομαι] νεοελλ. 1. σκέψη, νους («δεν ήρθε στη στόχασή μου) 2. περίσκεψη, φρόνηση («μιλάει χωρίς στόχαση») αρχ. 1. το να σημαδεύει κανείς κάτι, σκόπευση 2. (κατ επεκτ.) πρόθεση, επιδίωξη 3. εικασία, δοξασία …   Dictionary of Greek

  • στόχαση — η σκέψη, στοχασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλογή — Σύστημα, που χρησιμοποιείται για να διαχωριστούν σε κατηγορίες οι τραυματίες, ανάλογα με τη σοβαρότητα των τραυμάτων τους. * * * η (Α διαλογή) [διαλέγω] επιλογή, διάλεγμα, ξεχώρισμα, ξεδιάλεγμα νεοελλ. σκέψη, στόχαση αρχ. 1. απαρίθμηση 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”